- οξυφαής
- ὀξυφαής, -ές (Α)αυτός που έχει δυνατή όραση.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -φαής (< φάος), πρβλ. λευκο-φαής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξυφαής — keen sighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφαεῖς — ὀξυφαής keen sighted masc/fem acc pl ὀξυφαής keen sighted masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφαές — ὀξυφαής keen sighted masc/fem voc sg ὀξυφαής keen sighted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek